- σκύβαλον
- 4657 σκύβαλον{сущ., 1}мн.ч. отбросы, остатки, сор, помет, навоз (Флп. 3:8).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
σκύβαλον — dung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβάλοις — σκύβαλον dung neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβάλοισι — σκύβαλον dung neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβάλου — σκύβαλον dung neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβάλων — σκύβαλον dung neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυβάλῳ — σκύβαλον dung neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύβαλα — σκύβαλον dung neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύβαλο — το / σκύβαλον, ΝΜΑ 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.) 2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)… … Dictionary of Greek
σκυβαλίζω — και σκυβλίζω Α [σκύβαλον] 1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση 2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω … Dictionary of Greek
σκυβαλεύω — Α [σκύβαλον] σκυβλίζω* … Dictionary of Greek
σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… … Dictionary of Greek